- προκατοπτεύω
- προκατ-οπτεύω,A observe first, Hld.7.6:—[voice] Pass., Vett. Val. 125.22.II learn from scouts, Hld.9.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατοπτεύω — Α 1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.) 2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»] … Dictionary of Greek
προκατοπτεύσαντα — προκατοπτεύω observe first aor part act neut nom/voc/acc pl προκατοπτεύω observe first aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατοπτευόμενος — προκατοπτεύω observe first pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατοπτεύηται — προκατοπτεύω observe first pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατοπτεύσαντας — προκατοπτεύω observe first aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατοπτεύσας — προκατοπτεύσᾱς , προκατοπτεύω observe first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)